πρωκτός

πρωκτός
πρωκτός
Grammatical information: m.
Meaning: `rump, anus' (Hippon., Ar.).
Derivatives: πρωκτίζω `paedico' (Ar.).
Origin: IE [Indo-European] [846] *pre\/oh₂ḱt- `buttock'
Etymology: Identical with Arm. erastan-k` pl. `buttock' (erastank' nom. actionis in -an). The easiest explanation of the form is from IE *preh₂ḱt- and *proh₂ḱt- (Beekes in Kortlandt, Armeniaca 191); s. Brugmann Grundr.2 I 477, WP. 2, 89, Pok. 846, Schwyzer 361. Cf. also Mayrhofer s. pr̥ṣṭhám.
Page in Frisk: 2,608

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρωκτός — anus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωκτός — Το εξωτερικό στόμιο του ορθού, από το οποίο αποβάλλονται τα κόπρανα του ανθρώπου και των περισσότερων ζώων. Ο π. αποτελεί έναν αγωγό με μήκος 1½ 2 εκ. που διαστέλεται. Σχηματίζεται μέσα στο οπίσθιο περίνεο, μπροστά από τον κόκκυγα και, στο βάθος …   Dictionary of Greek

  • πρωκτός — ο το κάτω άκρο του απευθυσμένου, ο δακτύλιος, η έδρα, αλλ. κώλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρωκτοῦ — πρωκτός anus masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωκτούς — πρωκτός anus masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωκτῶν — πρωκτός anus masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωκτῷ — πρωκτός anus masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωκτόν — πρωκτός anus masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμόπρωκτος — θερμόπρωκτος, ον (Α) αυτός που επιζητεί πρωκτική ευνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + πρωκτος (< πρωκτός), πρβλ. ευρύ πρωκτος] …   Dictionary of Greek

  • συκόπρωκτος — ον, Α πιθ. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει αιμορροΐδες στον πρωκτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + πρωκτός (πρβλ. δασύ πρωκτος, λακκό πρωκτος)] …   Dictionary of Greek

  • χαυνόπρωκτος — ον, Α (κωμική λ.) κίναιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαῦνος + πρωκτός (πρβλ. δασύ πρωκτος, εὐρύ πρωκτος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”